λησμονησιά
Смотреть что такое "λησμονησιά" в других словарях:
λησμονησιά — η λησμονιά, λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμονησ (πρβλ. ἐλησμόνησ α, αόρ. τού λησμονῶ) + κατάλ. ιά (πρβλ. ξεχασ ιά)] … Dictionary of Greek
λησμονησιά — η λησμονιά, λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμονησ (πρβλ. ἐλησμόνησ α, αόρ. τού λησμονῶ) + κατάλ. ιά (πρβλ. ξεχασ ιά)] … Dictionary of Greek